Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

ένα όνειρο

Ένα βράδυ πριν εφτά μήνες την έβδομη μέρα της εβδομάδας είδα ένα όνειρο τρελό. Ποτέ μου δε τόλμησα να ξεστομίσω όλα όσα είχα δει τότε. Ίσως έφταιγε η ντροπή, ίσως δεν ήταν ο καιρός για πράγματα αλλόκοτα.

Ονειρεύτηκα πως έπεφτα από ένα σύννεφο γκρι. Προσγειώθηκα σε μια χώρα μακρινή. Πάνω σ’ ένα λόφο ένας τροβαδούρος κάπνιζε το τσιμπούκι του και έπινε κόκα κόλα. Όταν με είδε να πηγαίνω προς το μέρος του ξαφνιάστηκε. Γρήγορα όμως έπαψε να μου δίνει σημασία και συνέχισε να φουμάρει τον καπνό του. Με ένα αιφνιδιαστικό σάλτο σηκώθηκε όρθιος και με την ξεκούρδιστη κιθάρα του άρχισε να απαγγέλει κάτι μπερδεμένα στιχάκια.

Το τραγούδι του πήγαινε κάπως έτσι…

Σε τούτη τη χώρα δύο σκιές καλύπτουν τον ουρανό.

Η μία σκιά είναι γκρι και η άλλη είναι μαύρη.

Κάτω απ’ τη γκρι σκιά επαίτες και μικροέμποροι αράζουν.

Οι δρόμοι και τα στενά μυρίζουν βρεγμένα σκουπίδια και ούρα.

Ζητιάνοι γεμίζουν τα τρένα και τα πάρκα.

Ζητάνε βοήθεια .

Χρήματα και ελπίδα.

Ελάχιστοι όμως θέλουν να τους βοηθήσουν.

Τα κεφάλια γυρνάνε… παύουν πλέον να κοιτάνε κατάματα.

Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ένα πακέτο χαρτομάντιλα ή μία ομπρέλα.

Όλα τούτα για λίγο ψωμί και μία σαρδέλα.

Κάτω απ’ τη δεύτερη σκιά τη μαύρη κάθεται ένας κέρβερος.

Το δεξί του κεφάλι βγάζει απειλητικές κραυγές.

Στο άκουσμα τους οι περαστικοί μαρμαρώνουν και κρύβονται στα σπίτια τους.

Το αριστερό κεφάλι τραγουδά τα πιο γλυκά νανουρίσματα.

Στο άκουσμα τους όλοι κοιμούνται έναν ύπνο βαθύ γεμάτο όνειρα και ελπίδα.

Το μεσαίο κεφάλι το πιο τρομερό δαγκώνει με δόντια γεμάτα δηλητήριο.

Μια δαγκωνιά δεν σκοτώνει πάντα το θύμα.

Αλλά το φαρμάκι πάντα θα κυλά στις φλέβες του.

Μα υπάρχει τρόπος να ρίξεις τις σκιές και τα τείχη τους να γκρεμίσεις.

Και πριν προλάβει τον τρόπο να μου πει… Η νύχτα έγινε πρωί και η Κυριακή Δευτέρα , Το ξυπνητήρι λάλησε και αμέσως είχα ξυπνήσει.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Μαθήματα ΩΡΘΩΓΡΑΦΗΑΣ..



ήπες κε ξαννά ήπες.

- Κραίμασται των αγράμμματω φυλλόλωγω που κάνι ωρθωγραφηκά λάθι .

- Ουδής αλλάθητος …θα πο

Πώσω μάλλων αιγώ. Που δαιν ήμε μαιγάλος λωγωταίχνις ούται ο Πάππας τις Ρόμμις.

Άνεικο κε αιγώ στιν γεννιά φυλλολώγων που επικινονούν στα greeklish.

Αλλλά βαίβεα σ’ αραίση να διωρθώνης τους άλλλους . Νηώθης καλήταιρα. Ξαιχνάς αίτσι τιν ντρωπή που νιόθης για την γίμνια σου. Αικήνι που απαιγνωσμένα πρωσπαθής να κρήψεις με καιχριμπάρια κε ακρυβαίς κωρδέλλαις.

Ζόντας στιν αιπωχί τις ιπποκρυσίας κε τεις ψευτηάς χάσαμαι τιν ουσήα κε κειτάμε μώνω τω περιτήλιγγμα..

Πρωτήνο για αλλλαγί να αρχίσουμαι να κιτάμαι πήσο απ’ τις λαίξης .

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

H απολογία μου

Τέλος ο ήλιος και η ζέστη, έφτασαν τα σύννεφα που είναι φορτωμένα βροχή. Ας τα καλωσορίσουμε λοιπόν και ας αφήσουμε όλα όσα μας έμαθε το καλοκαιράκι στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούμε πάντα να ζεστάνουμε την καρδιά μας ,όταν έξω κάνει κρύο με μια θερινή ανάμνηση.

Τι ανοησίες και αυτές. Ώρες, ώρες γράφω πολύ σάπια πράματα. Την πρώτη παράγραφο την έγραψα μόλις επέστρεψα από διακοπές ένα απόγευμα ντυμένο με μια φθινοπωρινή μπόρα. Λίγο η βροχή, λίγο το αλκοόλ δεν θέλει πολύ για να γράψεις μια γλυκανάλατη παπαριά. Χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, χωρίς να έχεις κάτι να πεις. Απλά γράφεις ελπίζοντας πως θα πέσεις πάνω στην έμπνευση. Μια έμπνευση που σε έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό χωρίς να πάρει ούτε ένα τηλέφωνο να δει τι κάνεις.

Είναι και η αναγκαιότητα που σε σκοτώνει. Δεν γίνεται να γράψεις επειδή πρέπει να γράψεις. Αυτό θέλει τεράστια πειθαρχία. Πάντα θαύμαζα όσους μπορούσαν να πειθαρχήσουν τον εαυτό τους. Εγώ όσες φορές προσπάθησα απέτυχα. Δεν μπορώ να κάνω κάτι επειδή πρέπει, μόνο επειδή το θέλω. Όσοι πάλι μπορούν να πούνε όχι στα «θέλω» τους -μπράβο σας αξίζει ένα μεγάλο χειροκρότημα. Επιτρέψτε μου όμως να πω πώς εμείς περνάμε καλύτερα..και αν δαμάζετε τον εαυτό σας για να μας μπείτε στο μάτι και να μας δείξετε ότι εσείς μπορείτε – εεε είστε αξιολύπητοι..

Καμιά φορά πάλι φταίει που δεν ακούς την φωνή σου. Βρίσκεσαι συνέχεια με ανθρώπους και δεν μπορείς να σκεφτείς και να δεις πέρα απ’ την μύτη σου. Δεν φταίνε εκείνοι γι’ αυτό βέβαια. Φταις όμως εσύ αν δεν κάνεις κάτι γι’ αυτό. Επιλέγεις λοιπόν την μοναξιά; -ΟΧΙ- Αυτό θα ήταν μάλλον σχιζοφρενικό. Πρέπει όμως να πω , πως είναι άλλο πράγμα η μοναξιά και άλλο η μοναχικότητα. Θα σε διαφωτίσω αναγνώστη μην φοβάσαι. Όταν νιώθεις μοναξιά ψάχνεις τους «άλλους» που σου λείπουν γιατί είσαι εξαρτημένος από αυτούς. Είσαι ένα ανήμπορο πλασματάκι που δεν μπορεί να ζήσει στιγμή χωρίς την παρουσία κάποιου άλλου. Στην μοναχικότητα αντίθετα η παρουσία του εαυτού σου και μόνο είναι αρκετή για να γεμίσει το σύμπαν. Τότε μόνο είσαι πραγματικά ελεύθερος, όταν μπορείς να αντέξεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Δες πόσο διαφορετικές είναι οι δύο καταστάσεις. Μόνο βαδίζοντας σ’ αυτό το δρόμο μπορείς να αγγίξεις τα περήφανα όρη και τα αστέρια, όπως θα έλεγε και ο Ζαρατούστρα.

Και θα μου πεις –γιατί μου τα λες αυτά ; Και θα σου πω γιατί ένιωσα και τα πα. Ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ φίλε αναγνώστη για την πολύμηνη απουσία μου. Πέρασε από πάνω μου μια περίοδος ενδοσκόπησης αν θες. Αλήθεια προσπάθησα να γράψω για σένα κάτι αλλά όσα κείμενα γέννησα αυτή την περίοδο είναι μάλλον ακατάλληλα γι’ αυτό το blog. Σ’ ένα άλλο ίσως. Εγώ δεν κλείνω ποτέ πόρτες. Όλο αυτό τον καιρό έμαθα τόσα που δεν ήξερα για μένα και για τον κόσμο. Μα το υπέροχο είναι πως έχω να μάθω ακόμα τόσα πολλά. Τέλος σίγουρα είμαι πλουσιότερος αφού πέταξα τον μανδύα της ματαιοδοξίας που τόσο καιρό φορούσα.

Σίγουρα σου έλειψα μα μην ανησυχείς δεν χάθηκα τυχαία. Επέστρεψα ανανεωμένος για να σε συγκλονίσω με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εγώ ξέρω.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Η μέλισσα

Βρισκόμουν στο 235 επέστρεφα από την σχολή. Καθόμουν στη τελευταία θέση, στη γωνία στη γαλαρία. Δίπλα μου καθόταν μια μέλισσα. Για την ακρίβεια πάλευε να βγει έξω απ’ το κλειστό παράθυρο. Τι ειρωνεία… Στην αρχή σκέφτηκα να την σκοτώσω. Φοβήθηκα μην στραφεί εναντίον μου θυμωμένη. Της χάρισα την ζωή, πώς να μπορέσεις να σκοτώσεις κάτι τόσο όμορφο. Παρατηρούσα τις ατελείωτες προσπάθειες της να αποδράσει. Τι πείσμα… Χτύπαγε το κεφάλι της σαν μανιασμένη πάνω στο σκληρό τζάμι .Προσπαθούσε με τέτοια ορμή να ξεφύγει από το γυάλινο κλουβί της και να περάσει στην αντίπερα όχθη.

Σκέφτηκα να την βοηθήσω. Μα δεν ήξερα με ποιο τρόπο. Δεν νομίζω να δεχόταν την βοήθεια μου. Το περήφανο πλάσμα δεν ανέχεται να το αγγίζουν… σίγουρα θα με τσίμπαγε αν άπλωνα το χέρι μου και μ’ αυτό τον τρόπο θα αυτοκτονούσε. Συνέχισα να την κοιτάζω και τότε σκέφτηκα και αυτό… Μοιάζω πολύ με αυτή την μέλισσα.

Ένας μακρύς συρτός ήχος με ξυπνά. Πετάγομαι όρθιος σαν να μ’ έχει χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Κοιτάω την ώρα. Είναι έξι και μισή. Μα γιατί μπαίνω στο κόπο. Αυτός ο διάολος είναι προγραμματισμένος να ουρλιάζει πάντα έξι και μισή. Για λίγο το σκέφτομαι.. μήπως να κοιμηθώ; Μήπως να μην σηκωθώ; Είμαι όμως μέλισσα εργάτρια γι’ αυτό παίρνω τελικά μια βαθιά ανάσα και βουτάω στην ρουτίνα.

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα έτρεχα να προλάβω κάτι. Πάντα είχα ένα λεωφορείο να προλάβω. Ένα μάθημα να παρακολουθήσω. Ένα λεπτομερές χρονοδιάγραμμα που έπρεπε να ακολουθήσω.. Οι μέρες μου πάντα γεμάτες άγχος. Πρέπει, πρέπει, πρέπει… Και κάπου εκεί εμφανίζονται οι ενοχές. Οι ερινύες.. Αυτές οι έκφυλες πόρνες που συνήθως με επισκέπτονται τα βράδια και με κρατάνε ξύπνιο. Τους αρέσει να ξαπλώνουν στο κρεβάτι μου. Μου θυμίζουν τα λάθη μου και όσα δείλιασα να κάνω.

Μα πάντα σαν την μέλισσα έπαιζα τον ρόλο μου. Πάντα έφερνα γύρη στο μελίσσι. Ίσως να ήταν καλύτερα αν ήμουν κηφήνας. Αν μπορούσα να τα είχα όλα έτοιμα και να αδιαφορώ ξαπλωμένος στην αιώρα πίνοντας κόκα κόλα. Μα όχι δεν είμαι από τους «τυχερούς» της κυψέλης.

Μα έρχεται μια μέρα που βλέπεις πως είσαι θύμα της ρουτίνας. Βλέπεις ότι τόσο καιρό δεν ήσουν ζωντανός. Καταλαβαίνεις ότι μπροστά σου απλώνεται ένα γιγάντιο γυάλινο τοίχος. Αν το περάσεις πού θα σε πάει δεν ξέρεις. Ξέρεις όμως ότι δεν μπορείς να μείνεις άλλο σ’ αυτή την πλευρά. Ξέρεις ότι πρέπει να περάσεις στην αντίπερα όχθη.

Κάπως έτσι πέρασα την ώρα μου στο λεωφορείο παρέα με την μέλισσα. Έφτασε η στάση που κατεβαίνω. Σηκώθηκα και πάτησα το κόκκινο κουμπί. Δεν ήθελα να κοιτάξω πίσω μου. Άφηνα την κακομοίρα στο κλουβί . Για λίγο πάλι σκέφτηκα. Μήπως θα ήταν καλύτερο αν την σκότωνα ή έστω να προσπαθούσα να την πάρω μαζί μου με κίνδυνο να αυτοκτονήσει; Οι σκέψεις μου διακόπηκαν… Έπρεπε να κατέβω..Ξαφνικά ακούω ένα βουητό δίπλα απ’ το αριστερό αυτί μου. Ήταν η μέλισσα που με είχε ακολουθήσει. Τι ευτυχία…

Η μέλισσα αφού με χαιρέτησε χάθηκε στον ουρανό.

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Βοσκοτόπι.

Με αναζήτηση χώρου στάθμευσης στο κέντρο της Αθήνας μοιάζει κάθε πρωί δευτέρας η 204. Γίνεται πόλεμος, πόλεμος τρωικός για μια θέση. Φοιτητές απ’ όλα τα έτη στριμώχνονται με τους πρωτοετείς για να παρακολουθήσουν αρχαία β. Ο μεγάλος διδάκτορας φτάνει πάντα στις εννιά και τέταρτο και αμέσως αρχίζει μάθημα. Υπάρχουν φοιτητές που συνεχίζουν να καταφτάνουν μέχρι τις δέκα παρά. Βέβαια ελάχιστοι απ’ αυτούς βρίσκουν θέση.

Το μάθημα είναι άκρως απαιτητικό. Χρειάζεται συστηματική και συνεχή παρακολούθηση χωρίς διακοπές. Αν χάσεις την συγκέντρωση σου χάνεσαι μες την ροή του μαθήματος. Πρέπει λοιπόν να κάθεσαι σε ένα καλό σημείο χαμηλά να έχεις πιεί ένα καλό καφέ και να είσαι σε εγρήγορση. Θέση όμως δεν βρίσκεις. Τα μπροστινά έδρανα είναι πιασμένα κατά ένα μυστήριο τρόπο πάντα απ’ τα ίδια άτομα. Μα καλά συνάδελφοι, τι ώρα έρχεστε σχολή ; Σε κάποια σημεία στην μέση του αμφιθέατρου υπάρχουν κενές θέσεις. Όμως όταν πας να κάτσεις σε ειδοποιούν: «Sorry η θέση είναι πιασμένη». Πιασμένη ; Για το όνομα του Δία, λες και έχουν κάνει κράτηση για τραπέζι σε νυχτερινό μαγαζί. Επομένως δεν σου μένουν πολλές επιλογές και κάθεσαι σε κάποια θέση πάνω. Μακριά απ’ τον καθηγητή και όσα γράφει στον πίνακα και προσπαθείς να παρακολουθήσεις.

Όλοι οι φοιτητές παρακολουθούν με ζήλο την πρώτη ώρα. Ίσως να φταίει ότι όλοι είναι αγουροξυπνημένοι και κανένας δεν έχει όρεξη για κουβέντες. Μετά το πρώτο διάλλειμα ξεκινά ένα ανεπανάληπτο βουητό. Αρχικά ξεκινούν να παρλάρουν όσοι βρίσκονται στα πιο πάνω έδρανα (οι cool της σχολής). Στην συνέχεια το βουητό εξαπλώνεται όπως ο καρκίνος και στα πιο κάτω έδρανα φτάνοντας μέχρι την μέση της αίθουσας. Κουτσομπολιά και παπαρολογίες κάθε είδους όπως : « Ποιος θα μας εκπροσωπήσει στην Eurovision, πως πέρασες το σαββατοκύριακο, έκανες σεξ τελικά με τον Γιώργο;» Ζητήματα «σημαντικά» μεν καμιά σχέση δεν έχουν με τον Όμηρο δε. Συνάδελφοι γιατί δεν πάτε σε καμιά καφετέρια να τα πείτε; Να είστε και πιο άνετα; Η μαμά σας δεν θα το μάθει μην ανησυχείτε…

Αδιαφορεί λοιπόν η πλειοψηφία για το μάθημα. Αδιαφορεί όμως και για όλους εκείνους τους φοιτητές που προσπαθούν να παρακολουθήσουν. Όταν φυσικά αναφέρομαι στη πλειοψηφία εννοώ τους πρωτοετείς. Διότι όπως και να το κάνουμε αν χρωστά το μάθημα δύο τρία χρόνια, παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα τον καθηγητή μη σου ξεφύγει τίποτα απ’ όσα πει.

Η πραγματικότητα είναι θλιβερή και δυστυχώς οι πρωτοετείς δεν την βλέπουν. Δεν βλέπουν δηλαδή πόσα άτομα χρωστάνε το μάθημα. Απ’ όλα τα έτη φοιτητές χρωστάνε αυτά τα αρχαία. Υπάρχουν τριαντάχρονοι μέσα στο αμφιθέατρο με καταπληκτικές σημειώσεις δέκα ετών. Παρόλα αυτά σίγουρα και φέτος θα υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αποτυχίας στις εξετάσεις αφού και φέτος υπάρχουν φοιτητές που δεν είναι ώριμοι για τόσο απαιτητικό μάθημα.

Ίσως αν το τοποθετούσαν σε μεγαλύτερο εξάμηνο να ήταν καλύτερα τα πράγματα. Οι φοιτητές θα ήταν πιο ώριμοι.

Αλλά και πάλι ποιος είμαι εγώ για να κρίνω το πρόγραμμα της σχολής….

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Νεο ξεκίνημα..νέοι αγώνες;




Ζεις λοιπόν σ’ αυτή την χώρα, όπου μέριμνα δεν υπάρχει πουθενά για τίποτα. Ο ηλεκτρικός δεν δουλεύει γιατί θυμήθηκαν να τον φτιάξουν στα μέσα της σεζόν. Βιβλία δεν έχεις πάρει και μάλλον θα πάρεις λίγο πριν την εξεταστική .Είσαι όμως παλικάρι και έχεις πάρει απόφαση πως σ’ αυτό το εξάμηνο να παρακολουθείς όλα τα μαθήματα και να κρατάς σημειώσεις. Θα γίνεις ένα υπόδειγμα φοιτητή παρ’ όλες τις δυσκολίες. Ξυπνάς γύρω στις 9 έχεις χάσει το πρωινό μάθημα αλλά με λίγη τύχη μπορεί να προλάβεις το μάθημα στις 12. Κοιτάς το πρόγραμμα και βλέπεις συγκριτική φιλολογία. «Δεν έχω ιδέα τι είναι» σκέφτεσαι «αλλά πρέπει να είναι ενδιαφέρον». Μετά από το δίωρο ταξίδι μπαίνεις στο αμφιθέατρο. Ο καθηγητής έχει ήδη μπει στην τάξη. Αφού χαιρετήσεις και καλημερίσεις μερικά γνώριμα πρόσωπα βγάζεις από την τσάντα το ολοκαίνουργιο τετράδιο των 3eurο και περιμένεις ανυπόμονα. Ο καθηγητής είναι σιωπηλός βυθισμένος στις σκέψεις του. Κοιτά το ρολόι του (έχει περάσει ένα τέταρτο απ’ την προγραμματισμένη έναρξη του μαθήματος) και ζητά να κλείσουν οι πόρτες. Παίρνεις βαθιά ανάσα και περιμένεις την πρώτη του κουβέντα, ίσως είναι μια καλημέρα ή ένα καλωσόρισμα στο νέο εξάμηνο . Έκανες λάθος. «Σ’ αυτό το εξάμηνο θα ασχοληθούμε…» αυτά ήταν τα πρώτα του λόγια. Έκπληκτος σπεύδεις να ρίξεις μια πιο προσεχτική ματιά στον καθηγητή…

Ένας άνθρωπος κουρασμένος. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που διέκρινες. Φαινόταν στα μάτια του και γενικά σ’ όλο το σουλούπι του. Κούραση ίσως απ’ τα χρόνια ίσως από χθες βράδυ, ποιος ξέρει. Επίσης ήταν αγέλαστος και σοβαρός. Η φωνή του ήταν χαμηλόφωνη σχεδόν νανουριστική ενώ γινόταν αντιληπτό ένα υπεροπτικό υφάκι στο τρόπο που τράβαγε της καταλήξεις , ίσως κάποιο απομεινάρι από σπουδές στην Γαλλία. Συγκεκριμένα η φωνή του θύμιζε την φωνή του εκφωνητή καλλιτεχνικού πατινάζ στο κρατικό κανάλι.

Μιλούσε λοιπόν για τρία λογοτεχνικά ρεύματα. Έδωσε ένα ιστορικό πλαίσιο. Άρχισε την ανάλυση του πρώτου ρεύματος. Προχώρησε στην ανάλυση του δεύτερου… Όλα με τον ίδιο μονότονο αρρωστιάρικο τρόπο. Ήταν ένας μακρύς άνοστος μονόλογος χωρίς να δίνονται περιθώρια για ερωτήσεις και συμμετοχή. Σαν να κάνει ανάγνωση από ένα βιβλίο. «Ούπς» με μια πιο προσεχτικότερη ματιά παρατηρείς ότι όντως διάβαζε από ένα βιβλίο το οποίο είχε κρύψει πίσω από μια στιβάδα από ντοσιέ. Ένα μάθημα άκρως βαρετό. «Απάνθρωπο» αν θέλεις την γνώμη μου. Το ημίφως που επικρατούσε στο αμφιθέατρο σε συνδυασμό με την νανουριστική φωνή του , δεν άφηναν περιθώρια μήτε για παρακολούθηση μήτε για σημειώσεις. Οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν μάλλον συνθήκες ύπνου. Οι φοιτητές κατά ομάδες έσπευδαν να φύγουν πριν την ολοκλήρωση του μαθήματος . Είχε ανακοινώσει κιόλας ότι δεν θα κάνει διάλειμμα και μετά τη μία ώρα ακόμα και οι πιο «σκληροπυρηνικοί» φοιτητές είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά(ή μήπως να πω άφησαν τα μολύβια κάτω).

Και φτάνεις λοιπόν στο πολυπόθητο ερώτημα.. Να κάτσεις και να προσπαθήσεις να παρακολουθήσεις( όπως είχες πει ότι θα κάνεις αυτό το εξάμηνο); Ή μήπως αυτό το μάθημα σου κάνει κακό…; Κάνει κακό στην πνευματική σου υγεία. Φυλακίζει το μυαλό σου και σε καθιστά ανόητο, άβουλο ακροατή; Κατέληξες « Πρέπει να φύγω από εδώ γρήγορα». Στην αρχή ντρέπεσαι λίγο γιατί δεν είσαι συνηθισμένος σε τέτοια σκασιαρχεία αλλά μ’ ένα σάλτο βρίσκεσαι έξω απ’ το αμφιθέατρο. Μ’ ένα σάλτο βρίσκεσαι απ’ την πνευματική κακοποίηση στην ελευθερία του πανεπιστημιακού ασύλου. Αναρωτιέσαι γιατί να υπάρχουν τέτοιοι καθηγητές; Δεν ξέρουν ότι μ’ αυτό τον τρόπο δεν υπάρχει περίπτωση να κρατήσουν ακροατήριο…. Μήπως τελικά αυτό θέλουν; Μήπως πρόκειται για κάποια μέθοδο για να πηγαίνουν σπίτι τους νωρίτερα; Μήπως είναι αγοραφοβικοί και δεν θέλουν πολλούς φοιτητές στα αμφιθέατρα; Αν σ’ αρέσουν τα σχέδια συνωμοσίας θα σου έλεγα ότι όλα αυτά( η έλλειψη βιβλίων, οι κακοί καθηγητές ακόμα και το τρένο που αργεί) είναι ένα οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης πεινασμένων μυαλών. Χάνεις βαθμιαία την όρεξη με την οποία ξεκίνησες. Γενικευμένο πλάνο που οδηγεί στην αποχαύνωση. Ακούγεται κάπως «λιακοπουλέ» αλλά πόσες φορές δεν άκουσες εκείνη την φωνή να σου λέει: «Έλα μωρέ που να τρέχεις τώρα..κάτσε σπίτι..δες τηλεόραση»


 

Free Web Counter
Online Dating Services